- ἀναμιμνήσκοντες
- ἀναμιμνήσκωremindpres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀναμιμνῄσκοντες — ἀναμιμνήσκω remind pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεικάζω — ΝΑ εικάζω κάτι εκ τών προτέρων, προμαντεύω («τὰ γενόμενα ἀναμιμνήσκοντες καὶ τὰ μέλλοντα προεικάζοντες», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εἰκάζω «συμπεραίνω»] … Dictionary of Greek